- ξανθύνομαι
- ξανθύνομαι (Α) [ξανθός]είμαι ή γίνομαι ξανθός, σκουραίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξανθύνεται — ξανθύ̱νεται , ξανθύνομαι become brown aor subj mp 3rd sg (epic) ξανθύ̱νεται , ξανθύνομαι become brown pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek